καταρραντίζω

καταρραντίζω
καταρραντίζω (AM)
καταρραίνω*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταρραντιζόμενον — καταρραντίζω pres part mp masc acc sg καταρραντίζω pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρραντιζέσθω — καταρραντίζω pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρραντισθεῖσα — καταρραντίζω aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρραντισθείς — καταρραντίζω aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρραντίζεσθαι — καταρραντίζω pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπάσσω — καταπάσσω, αττ. τ. καταπάττω (Α) 1. πασπαλίζω, καταρραντίζω κάτι επιμελώς («ἀψινθίῳ καταπάσσειν μέλι», Μέν.) 2. χύνω ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιο πράγμα 3. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω («κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας λεπτὴν τέφραν», Αριστοφ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”